Αγνές φωνές συναγωνίζονται μέσα μου να φτιάξουν λίγο μαλακό φως , εύπλαστο σαν χάδι μητρικό και μυρωδιά φευγαλέα απ τη δροσερή πηγή όπου καθρεφτίστηκε μοναχικός εγκέλαδος, κλονισμένος σα σπυρί στάρι, μηχανευμένος με χίλια νεύματα προς τη ανατολή και το ξέσπασμα τ απροσδόκητο της βίας τ ουρανού με τα σύννεφα τα θρηνώδη, επέταξα τα μνήματα σε μια σάρκινη γωνιά και τα περιεργάζομαι , νοηματοδοτώντας τα, κοφτερά , μυτερά , φθίνουν τ αγγελικά χαμόγελα , ξέφτια χαράς εδώ , παιδικές φωνές εκεί, καρτερώντας αφή απο σύρμα και τελάρα σε δημόσο δρόμο με χαμίνια και λάσπες στην άκρη και ρυάκια, το ένα μοιάζει με τον Αμαζόνιο, τ άλλο με τον Νείλο, στα μάτια του παιδιού διαδραματίζεται ο κόσμος απ την αρχή κάθε φορά, για να καταλήξει στο ίδιο τέλος κάθε φορά,


πονάω ήρεμα καθώς πετάω στην αυγή κι απο κάτου η τρικυμισμένη θάλασσα, και το πλοίο τα κύματα βλέπει κι αμέσως μετά τον ουρανό, τίποτα δε με πείθει πως ο έρως είναι αληθής εκτός απ τα πρώτα χάδια και τα τοιχώματα της μήτρας, σα να λησμονήθηκε η ζωή στα πρώτα κύτταρα κι αφέθηκε εκεί να περιμένει την επιστροφή του ασώτου, του αμαρτωλού, του χολερικού, νάμα ήχων με λούζει στοργικά καθώς εξαγνίζομαι απ τα φοβερά κενά της ψυχής και την κουβαλάω στον Ολυμπο , στα τρομακτικά καζάνια του, στο Ορος , στα φρικαλέα καρούλια του, στην ανέλιξη του κλαρίνου προς τους ουρανούς, σχεδόν χειροπιαστή η μνήμη αποτρόπαιων συμβάντων όπου οι εραστές συντρώγουν αλληλοσπαρασσόμενοι, ένα παιδί κοιμάται βαθιά, καταγράφει το πρώτο του όνειρο, κάπου υπάρχει το πρώτο όνειρο που είδαμε και νιώσαμε, η χαμένη κιβωτός των χρωμάτων , ο εγκέφαλος που αναπρογραμματίζεται διαρκώς και αρτιώνει λειψούς κόσμους, εκεί που περνάς απο δωμάτιο σε δωμάτιο και φαίνεται να τελειώνουν, εμφανίζεται ένα ακόμη, μάλλον είναι εκείνο το κλειστό, μπαίνεις μέσα , σχεδιάζεις τον έρωτα ως άγαλμα και εισχωρείς στο άγαλμα , σμίγεις με το μάρμαρο, αποτυπώνεται το τελικό μειδίαμα, αυτό είναι το πρώτο όνειρο η γαλήνια ακινησία που φτιάχνει φως στο τελικό δωματιο, έτσι ζεις στέρεος μέσα , και ρευστός αποδράς όταν θες να γίνεις ξανά σάρκα, κοιτάς να πέφτουν εαυτοί βρόχινοι, κάθε στάλα κι ένας εαυτός δροσίζει τα xείλη του αγάλματος και δε μένει κάτι μετά απο χίλια χρόνια, έχεις φύγει απο κει , τα μέλη σωριασμένα στο πάτωμα, στριφογυρίζεις σα δίνη για μέρες πάνω απ το πέτρινο πτώμα, εξακολουθεί να έχει το ίδιο μειδίαμα,


υπάρχει μια χώρα τώρα που θέλεις να επισκεφτείς, είναι η χώρα όπου δύεις ατελείωτα, επιταχύνεις λίγα εκατοστά πάνω απ τη θάλασσα προς τον γερμένο ήλιο, αβαρής δύεις ατελείωτα με συντροφιά τον αέρα που χαιδεύει τις παρειές, είσαι πια αμούστακος, πιο λευκός απο ποτέ, έτοιμος τωρα να γευτείς την πτώση, τον ήμερο τώρα σεισμό προς τα έγκατα, δε σε περιμένει μάγμα καυτό, ούτε και πίεση αφόρητη, δε σε περιμένει ταχύτητα , ίλιγγος η φόβος,

φτάνει η ωρα
αγγίζεις την απαλή μεμβράνη
ανεπαίσθητα αποδράς
απ το πρώτο σου όνειρο
έξω

σ ένα όμορφο μέρος