Οταν κυλιέσαι και λύνεσαι,
όταν δίνεσαι
στον ύπνο με τα όνειρα τα φρικτά,
με τα όνειρα τα ηδονικά,

κι υψώνεις το στιλέτο με διάθεση κόκκινη
στα μάτια ανάμεσα
και στοχαζεσαι το διάολο , την αρμονία του πόνου,

όταν ξεντύνεσαι και προβάρεις το σάρκινο
περίβλημα
σε σωρό καθρέφτες, σε σωρό σώματα
ανήσυχα κρεμάς φόβους εδω κι εκεί
μη σε καταλάβουν κι αρπάξουν
την σκοτεινή ψίχα

την μόνη που απέμεινε να θυμίζει
διχαλωτή φωτιά,
διχάλα φωτεινή στα μάτια
κι απέραντο, γαλήνιο
δοξαπατρί