Μια λίμνη μυστική, άκαρπη, θολή στο φεγγάρι, κρυμμένη στο δάσος,
αναποδογυρισμένη κηλίδα αμφιβληστροειδούς, οστρακόδερμο καφέ,
μαίανδρος μισότρελος, σιωπές που σβήνουν,
όγκοι μαυρόασπροι χυμένοι στα μάτια σου.
Ο κόσμος άγγελος δρεπανηφόρος γυαλίζει στο χάραμα,
αγγίζει τα δωμάτια των βρεφών.
Εδώ το χάος και η σιγαλιά,
ακούγονται τα βήματα σαν λειψές ημέρες,
σαν πυρομαχικά αλαλαγμών.
Αναίτια με σκότωσες, έδυσα, καλπάζω στην αποφορά του δειλινού.
Τρίζω, νιώθω να εξατμίζομαι, θανατερή γοητεία, μαυρόστομη,
να η επιφάνειά σου, ατάραχη, εφιαλτική, θαμπωμένη.
Αβδηρητισμός, έκτακτα περιστατικά,
ο θεός Μίθρα- άγνωστος, ύποπτος, ύπουλος, σέρνει νόες κροκώδεις,
νερά κρυσταλλοποιούνται, ο ωκεανός πετρώνει,
ρωγμές στο πυώδες πρόσωπό σου.
Γεύομαι τα κύτταρά σου, ρουφάω την αστρόσκονή σου.
Ιερά παγώνουν, θρυμματίζονται.
Αντηρίδες στεγάστρων στεγάζουν τις σκιές.
Έκπτωτοι, ρομβώδεις, δαιμόνιοι, μισεροί χύνουν σκοτάδι,
η λίμνη σπαρταρά,
όρθια κοκκινόψαρα ονειρεύονται το ρόδον.
Σκότωσέ με, υπήρξα κάποτε.
Σκότωσέ με, δεν υπάρχω.
Ρέω αρειμάνιος στις σπείρες ωχρών ερπετών.
Δολιχοκέφαλε, σεπτέ, αγαπημένε, βρώμικε,
αντηχείς στις σπηλιές αυτής που σε λάτρεψε
-ορφανή ήταν από πάντα.
Σταλακτίτες, σταλαγμίτες
Μάρνη ιερή
Σταλακτίτες, σταλαγμίτες
Μάρνη δροσερή
Χορός άθελος κυματίζει στο βλέμμα σου
Ξανθαίνει τη μορφή σου
Πριν η χολερή νύχτα πετσοκόψει τον ύπνο,
έρχεσαι κοχλάζουσα, φασματική σε τόπους νεκρούς
αδειάζεις ωδές, χοές, σιωπές,
μυστικές μοίρες να υφαίνουν το αγίνωτο.
Βάμμα ενδεδυμένο άσπρο, τείνει τη χορδή
εκεί που πάλλεται άναρχος ο Έρωτας.
Ξέφτια μιας ψυχής που ακόμα αλυχτά, που ακόμα σπαρταρά,
που πάντα ξεψυχά και θρέφει σάρκες χαρούμενων θεών.
Ανάσα κίτρινη, ανάσα σκλαβωμένη φαντάζεται το μπουμπούκι το αιμάτινο,
τυλίγεται γύρω από τον εαυτό της,
τυλίγει το χώρο,
σκορπάει γύρη ορθάνοιχτων κραυγών,
άλαλη απομένει στα λευκά σου μέλη.
Μάρνη μανιακή σαν μαινάδα εξαίσια,
είσαι τόσο κοντά σ’ ό,τι πόθησα.
Χωρίς να ξέρω πόσο γαλάζια σιωπηλό ήταν.
Αυγές, αυγές, αυγές στάζουν χιμαιρικά
απ’ τις άδειες κόγχες των άπειρων δωματίων μας.
Είδωλα, ασημένια, κοφτερά, θρυαλλίδες σκεπάζουν τα μάτια μας,
φωτίζουν τα κρεματόρια, τους αυτόχειρες, τη ζέστη,
το καλοκαίρι που θλιμμένα ηχεί.
Ένα λιμάνι στη γωνιά του κόσμου- επίπεδη ήταν κάποτε η γη,
είσαι τόσο άρτια, είσαι τόσο μελωδική,
είσαι αυτό που δε θα ειπωθεί ποτέ.
Συστρέφομαι στο ξέπνοο αναφιλητό σου
κι αρπίζω το άρρητο γέλιο σου
σε λαβυρίνθους στιλπνών
σταχτιών πόλεων .
Εικόνες ζωής καρφωμένες στον τοίχο
-κάποιος ανοίγει την πόρτα-
είναι όλοι εκεί-
έζησαν κάποτε-
πόθησαν-
έπεσαν-
να η μήτρα τους-
να το μισό τους σκοτάδι-
σφραγίστηκαν-
κλαίνε στο λευκό σου στήθος-
ήσουν εκεί από πάντα-
η πόρτα κλείνει-
τυφλοί μοιχοί χαροπαλεύουν στα φεγγάρια-
σταλακτίτες-σταλαγμίτες-
εγκέφαλοι οσμίζονται εγκεφάλους-
ο χρόνος-ο δόλος-
κομμάτια μας χορταριάζουν-
μόνο-μην κλαις-
μόνο-να ροδίζεις-
παύση-
ανάσα-
κι άλλη ανάσα-
τα δοκίμια των υστερικών ποιητών καρτερικά χρωματίζονται-
άνθος κείμενο-
ερίτιμος σιωπή-δέρμα απτύχωτο-
ψυχές πετούν ολόγυρα-
στέκομαι στο λιμάνι-στην άκρη του παγωμένου κόσμου-
μισό φως-σμαρώ-
ας σαπίσουν-ας καρπίσουν-
σε μια γωνιά όλα τελειώνουν-
Μάρνη-στέρεα Μάρνη-
χώρος πριν το χρόνο-ιστοί λείοι, λευκοί,
άντρες κι αυτοκίνητα, πεζοί που σπρώχνονται, μέρες που ξαναρχίζουν,
χρόνος ξαναμετρά, σταματάω………
Κάποτε ήμουν εσύ,
Το δωμάτιο κάηκε
Το δωμάτιο υπάρχει
Σταλακτίτες
Σταλαγμίτες
Η λίμνη μόνο κρύφτηκε. Το φως αντηχεί στις κατακόμβες.
Φτάνει ως εδώ,
γλυκιά Μάρνη…………..
Αμάραντη