ο ανθρωπος τιποτα καθοταν για πολλες μερες και χρονια
εχοντας ενα σκιτσο στα χερια του συνεχεια μουτζουρωνοντας το

ο ανθρωπος τιποτα εκοψε ενα δαχτυλο απ το αριστερο του χερι
και το αφησε πανω στο σκιτσο

ο ανθρωπος τιποτα γεννηθηκε ωριμος , ωριμος φαλλος
με τη σταφυλη του να κρεμεται αναποδα προς τον ουρανο

ο ανθρωπος τιποτα εβγαζε φως απο μεσα του
και γεμιζε τη μερα του με ομορφες παροιμιες
που κανεις αλλος δεν ειχε ακουσει

ο ανθρωπος αυτος καποτε ειχε ερωτευτει παρα πολυ
εναν ερωτα γεματο σπυρια, αποφορα και ομορφια ανειπωτη

εμεινε εκει, στασιμη λιμνη, παγωμενη στασιμη λιμνη
ν ανασκαλευει μεσα του ολες τις στιγμες τουτου του ερωτα

ο ανθρωπος τιποτα μετα απο πολλα χρονια εσκισε το σκιτσο
και κολλησε τα κομματακια πανω στο κομμενο του δαχτυλο

ο ανθρωπος τιποτα καθοταν τωρα στο τραπεζι
στη μεση μιας μεγαλης ερημου
και κοιταζε το παζλ του δαχτυλου και του σκιτσου

ο ανθρωπος τιποτα σκεφτηκε πως αυτος ηταν ο καθρεφτης του
κι ευχηθηκε ποτε μη γινει πατερας,
κι ευχηθηκε ποτε μη γινει μητερα

ο ανθρωπος τιποτα, αυτος ο ανθρωπος δηλαδη,
ξαφνικα ενιωσε την ερημο να τον ρουφαει σε μια τεραστια δινη,
σε μια γη που ποτε δεν ηταν σφαιρικη, παρα μονο ηταν επιπεδη

τοτε διαπιστωσε πως ενας αλλος ανθρωπος τιποτα
ειχε πεταξει την αμμο απ την ερημο
κι απο κατω προβαλε ενα μουτζουρωμενο χαρτι

για πολλα χρονια , για δεκαετιες , για αιωνες

και ο ανθρωπος τιποτα
δροσιστηκε απ το φρεσκο αιμα του μολις κομμενου δακτυλου
του ανθρωπου τιποτα