ορισμενες φορες οταν τα πλατανοφυλλα εκτιουν την ποινη της πτωσης προς την γη ψιθυριζουν λογια ανειπωτα κεκοιμημενα με γευση απο υγρους εφιαλτες και νυχτες σκοτεινες

αλλου στην λιμνη γυρεψε τον ερωτα και τα χαμενα της ματια , απ την παιδικη ηλικια ηδη ξενιτεμενα, για να ζεις την εκσταση των θροισματων και των υπερφυσικων υπνοβατων

στα χναρια της μερας κινηθηκε ενα δακρυ , ελειψε απ την γιορτη ο χαριτωμενος ηχος βουνων που γκρεμιζονται νικημενα απο φραουλες και ζωμο πηχτο ωστικων κυματων

το απομεσημερο τριγυρναει θολη , ερωτευμενη, νεκρη στα ιδια μερη που πρωτογνωρισε την αφη του πρωινου και διαλεγει τον φοβο συντροφο της συννεφιας της παγωμενης

οι μερες ειναι δοτες και λυγισμενες , φθισικες και κοκκινες σαν κινητηρες οδοντων μελαγχολικων καθως εξατμιζονται στα βαραθρα κι ανοιγουν ουρανιες καταπακτες βρυχηθμων

εκει ο κοσμος εσμιξε λιποσαρκος με το απειρο των κλωστων που ως συνεκτικος ιστος ταλανιζονται αδιακοπα , αειπαρθενα, γκρεμισμενα σε μακρυ μοναστικο τραπεζι

τα θρυμματα μας καλουν ωραιους ν αρπαξουμε ερωτα και να κρυφτουμε στην αγκαλια των μισερων σκιων μας φοβουμενοι ταχα ενα τιμιο τελος η ενα τιμιο σκοπο γευστικο

τωρα που το θυμηθηκα , που ηταν χθες ο ηλιος, που ειναι τωρα , διασπαται η προσοχη του σε μυριαδες ακτινες και ρυθμους ιδιοτελεις , ετσι κι εμεις μια σταλα φωτιζομαστε

αμνημονες προς χαριν πετρινων αγαλματιδιων ζουμερων απο γεωμετρια και ρεουσα αρμονια , με δυο αυτια σκαπανεις του ρογχου των φιλιων δυναμεων που προσεκρουσαν

σε υφαλο μοναχικο στην μεση του αερα και της θαλασσης , πινουμε στην υγεια μας φαρμακι και το γλενταμε οσο οσο , κι αλλες φορες τοσο οσο γεματοι χαος χορευουμε

κι οι χοες ανοιγουν τμηματα της ξηρας απευθειας στον φιλοξενο κατω κοσμο κι ετσι προκυπτουν μυθικες τραγωδιες κατα βασιν αιμομικτικες σε αγαπητικη κοινωνια

με τις βροντες και τις αστραπες που τον ξεσκιζουν και τον κοιλοποναν και τον σερνουν σε βροχινες χαραδρες ν απολογειται για τ ανθρωπινο γενος το υστερικο απο υβρι καμωμενο

δυο φορες η αμαρτια επεπεσε επι των κεφαλων μας , την μια οταν γεμισαμε ματια μεχρι τον ομφαλο και την αλλη οταν πηδηξαμε προς τις αναμνησεις τις μηνιαιες

δεν μπορεσαμε δυστυχως ν αλλαξουμε χρωματα , το μωβ να το κανουμε δροσερο , το καφε να το γεμισουμε πικραμυγδαλο και την εμπνευση να την αναπνευσουμε διστακτικα

εστω διστακτικα να ενωσουμε τον ουρανο μ ενα κυτταρο καλα στιλβωμενο να γευεται λειο καθρεφτη , να πολλαπλασιαζεται αδιακριτα σε ανεμους , φυσηματα , σπειρες , μηνες

το δεντρο απλωσε το χερι του με τον δεικτη στα ουρανια και τον αντιχειρα στραμμενο δυτικα , κι εμοιαζε με δερβιση ετοιμο να περιδινιστει, αλλα αυτο ηταν μονο μια φωτογραφια της στιγμης,

πισω απ το δεντρο και τον δερβιση κρυβονταν η σκια τους , και τους ρουφουσε η σκια σαν ενα γιγαντιο μεταποιητηριο, και τους ξεβραζε σε κρυους αστερισμους λανθανοντες

το αορατο γιατι του κοσμου εγελασε και ανοιξε φτερουγες μεσα στα μυαλα μας, σαν αγνοουμενος με δυο δευτερολεπτα μνημης που χει να γραψει την ιστορια του φοβου μα

και του ερωτα και διαφορων εκπτωτων , θελεις γιατι δε μαθαινουμε τις συλλαβες της νυχτας , οι φθογγοι μας μοιαζουν φωτεινοι, οσο κι απατηλοι, καταραμενος ο φωτοδοτης

ο πρωτος φωτοδοτης π απ τον κοσμο μας εκοψε σαν λουλουδι φρεσκο κι απ τοτε τα δοντια μας σταζουν αιμα , ασκοπο αιμα, και τα σπλαχνα μας σταζουν, ασκοπα σταζουν

οσο απαλα βρισκουμε τον δρομο μας στην λιμνη , οσο απαλα η λιμνη ξεραινεται κι αφηνει στερφα , πορωδη γη , οσο απαλα η γη τριβεται απ τον αερα κι αφηνει σκονη κι αμμο

οσο απαλα λυγιζουμε μετρωντας καρπους , συσσιτια, σιωπες, λοφους κρονιους και σπηλιες με σκιες,
σκιες αργοσυρτες κι
απαλα
περηφανες
απαλα μονες
απαλα ομορφες
απαλα αγαπημενες
προσευχες



















1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ναι
δοτές οι μέρες
και λυγισμένες
από το βάρος το ασήκωτο
της μνήμης

ν' αδράξω μια αχτίνα φως

τι λες?
μπορώ?
ή θ' αναλυθώ σε λυγμούς
όπως τότε που ένιωσα να σπάω σε κομμάτια

σα τούβλινο κατασκεύαμα από σάρκα, μνήμη κι όνειρα

μα ευτυχώς
υπάρχει...
ο δρόμος
η λίμνη
ο άνεμος

στροβιλίζομαι εκεί στην μαύρη γραμμή που φτιάχνει ο ορίζοντας

εκεί
να κρατώ τη γραμμή
ίσια
και μαύρη

πάντα!