πετουσε στο παρελθον
μεσα απ τις μερες
που βουιζαν στ αυτια του,
εικονες εναλλασονταν διαρκως,
η φυτρωμενη γη κι οι αγγελοι
που καραδοκουσαν.
εμπυρετος κι αφημενος στην χλοη,
στα γαλαζια λιβαδια του νου,
οψιμος κατακτητης των νευρωνων,
αντικρυσε δυο ωραια ανθρωπινα ζωα
διχως φυτεμενο λογο,
με ματια τεραστια και χερια λεπτα
σαν σκοινους,
ρωτησε που κρυβονται ολα,
ολα κι εννουσε τη λεξη ολα,
τα πλασματα εκαναν ερωτα
μπροστα του,
ερωτα μ ευγενεια και θλιψη,
θλιψη σαν συννεφο,
προχωρησε προς τ ακρα των κυτταρων
και δεν ηταν κανεις να του απαντησει,
μερες, κι αλλες μερες ξημερωναν,
πεταλουδες και ιζηματα,
θολες μνημες στο βουνο
που κατηφοριζε με κρυσταλλινα νερα
προς την θαλασσα,
ειναι μονος
με την δημιουργια των ονειρων,
ξαποστασε στην σκια των πλανητων
να ονειρευτει τις λεξεις,
κρατησε
την λεξη ληθη,
απο κει
που ερχοταν
κι εκει που πηγαινε,
σωπασε ο χρονος
που τρωει τα παιδια του,
ο κρονος
τ αλλο προσωπο
της ληθης




















-

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

άγγιζε το κορμί του
και ριγούσε στην ανάμνησή του
έμοιζε με άνοιξη
άνθιζε κι αυτό μ' ένα άγγιγμα
κι οι αλήθειες του γίναν βλέμμα
κι η θλίψη του έγινε έρωτας
και μούδιασε τα άκρα του
δεν πονούσε πια
μόνο κρατούσε τις λέξεις για στόλισμα
στα όνειρα
ο χρόνος τότε
σταμάτησε
απρόσμενα

και κείνος χαμογέλασε
είχε πια κατακτήσει τη λήθη...